λεπτολογικός

λεπτολογικός
-ή, -ό
αυτός που γίνεται με λεπτολογία, λεπτομερειακός, αναλυτικός, εξονυχιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπτομερής — ές (AM λεπτομερής, ές) αυτός που εξετάζεται ή γίνεται με κάθε ακρίβεια και λεπτομέρεια, λεπτολογικός, λεπτομερειακός («λεπτομερής εξέταση τών πραγμάτων») μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρά μέρη, από μόρια αρχ. (για πρόσ.) κομψός, φιλόκαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”